- σκαπερδεύω
- σκαπερδεύω, in Hippon.1, expld. by Tz. (An.Ox.3.351, where -παρδ-) συμμαχῆσαι: but by Hsch., λοιδορῆσαι: cf. σκαρπαδεῦσαι· κρῖναι, and καπαρδεῦσαι· μαντεύσασθαι, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαπερδεῦσαι — σκαπερδεύω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)